- αναμάρτητος
- [анамартитос] εκ. безгрешный, непогрешимый,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἀναμάρτητος — making no mistake masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… … Dictionary of Greek
αναμάρτητος — η, ο αυτός που δεν πέφτει σε αμάρτημα, ο αλάθευτος: Αναμάρτητος είναι μόνο ο Θεός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμαρτητότερον — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial comp ἀναμάρτητος making no mistake masc acc comp sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτητότατον — ἀναμάρτητος making no mistake masc acc superl sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτως — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμάρτητον — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτοις — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτου — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτους — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτων — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)